ἔμμητρος, -ον
bot. meduloso, que contiene médula
ἔμμητρον ἂν ᾖ τὸ ξύλον, βλάστην ἔχειAntiph.219.1, cf. Thphr.CP 5.17.2,
αἱ ῥίζαιThphr.HP 1.6.5,
βάκτρονTheoc.25.209.
• Etimología: Cf. μήτρα, μήτηρ.
ἔμμητρον ἂν ᾖ τὸ ξύλον, βλάστην ἔχειAntiph.219.1, cf. Thphr.CP 5.17.2,
αἱ ῥίζαιThphr.HP 1.6.5,
βάκτρονTheoc.25.209.