< ἐμμάρτυρος
ἐμμάσαι· >
ἔμμαρτυς
,
-υρος, ὁ
testigo
ἐμμάρτυρας τοὺς ὑπηρέτας τοῦ λόγου γενομένους παρεισάγει
Epiph.Const.
Haer
.51.7.3.