ἔμβρεγμα, -ματος, τό
medic. fomento
πρὸς ... κεφαλαλγίαςDsc.2.124.2,
ἐμβρέγματα καὶ ἐπιπλάσματαAret.CA 1.1.16, cf. 19, Archig. en Gal.8.150, 12.541, 550, 555.
πρὸς ... κεφαλαλγίαςDsc.2.124.2,
ἐμβρέγματα καὶ ἐπιπλάσματαAret.CA 1.1.16, cf. 19, Archig. en Gal.8.150, 12.541, 550, 555.