< ἐλλυχνιωτός
ἐλλωβάομαι >
ἔλλω
1
retorcer
Hsch.s.u.
ἔλλειν
, cf. εἰλύω.
2
encerrar
Hsch.s.u.
ἔλλειν
, en v. pas. Hsch.s.u.
ἐλλόμενα
, cf. εἰλέω, εἴλω.