< Ἑλλοί
Ἑλλόκιος >
ἔλλοιπος
,
-ον
incompleto
,
inacabado
,
pendiente
ἔργον
IG
1
3
.475.101, 106 (V a.C.),
τὰ ἔλλοιπα τῶν λιθίνων τειχῶν
IG
2
2
.244.4 (IV a.C.).