< ἐλλῐπής
ἑλλίς >
ἔλλιπος
,
-ον
grasiento
τῇ δὲ γεύσει ἐλλιπωτάτη
Vett.Val.4.4, cf. 391.28,
Cat.Cod.Astr
.7.220.11.