< ἑλλησποντοφύλακες
ἔλλιγμα >
ἔλληψις
,
-εως, ἡ
medic.
acción de coger
,
sujeción
c. gen. obj.
μὴ τις ὑμὴν ἐμποδίζῃ ... πρὸς τὴν ἔλληψιν τοῦ περιτοναίου
Orib.50.46.4.