< ἔλλετε
Ἕλλη >
ἔλλευκος
,
-ον
• Grafía:
ἔνλ-
Gloss
.2.299
blanquecino
γίνεται τῇ χροιᾷ ἔ.
de una cucaracha
, Hsch.s.u.
μυλαβρίδες
, Phot.
μ
589,
ἔ·
albatus
,
Gloss
.l.c.