ἔλδομαι
• Alolema(s): ἐέλδομαι Od.1.409, 5.210
desear, ansiar, anhelar o simpl. buscar c. gen.
ἐλδόμεναι πεδίοιοIl.23.122,
σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαιOd.5.210,
πλούτουHes.Op.381,
ὕπνοιοA.R.3.747,
φιλότητοςA.R.Fr.12.9, Opp.C.3.147,
πολέμοιοQ.S.1.20, c. ac.
κτήματα πολλάIl.5.481,
ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενοςOd.1.409, c. inf.
ἐξ ἔρον εἶναιIl.13.638,
ἰδέσθαι σεOd.4.162,
εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαιPi.O.1.4,
ἀναδῦναιOpp.H.3.515,
ἐλδομένοισι Κυτηίδα γαῖαν ἀμεῖψαιOrph.A.821,
εἰς Ἀχέροντα φέρειν τὸν νέον ἐλδόμενοιITyr 150, en v. pas.
νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμοςsea deseada por ti la guerra, Il.16.494
•frec. en part. anhelante
ὡς δὲ θεὸς ναύτῃσιν ἐελδομένοισιν ἔδωκεν οὖρονIl.7.4, cf. 7, Od.24.400, AP 9.462, Nonn.Par.Eu.Io.6.17, Orph.A.475, Q.S.4.82, 1.272.
• Etimología: La forma ἐέλδομαι sugiere una r. *H1u̯el- ‘querer’ con alarg. -d-, cf. ἔλπω c. otro alarg. y lat. uelle sin alarg.