ἔκφοβος, -ον
asustado, aterrorizado, atemorizado
οἱ ἔκφοβοι γιγνόμενοι φρίσσουσινArist.Phgn.812b29,
καὶ ἔ. εἰμι διὰ τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμὸνLXX De.9.19,
(αἱ βόες) ἔκφοβοι καὶ περιαλγεῖς οὖσαι δρόμῳPlu.Fab.6, cf. Eu.Marc.9.6.
οἱ ἔκφοβοι γιγνόμενοι φρίσσουσινArist.Phgn.812b29,
καὶ ἔ. εἰμι διὰ τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμὸνLXX De.9.19,
(αἱ βόες) ἔκφοβοι καὶ περιαλγεῖς οὖσαι δρόμῳPlu.Fab.6, cf. Eu.Marc.9.6.