< ἔκτριψις
ἐκτροπαλίζομαι >
ἔκτρομος
,
-ον
que tiembla
ὁρκίζω σε ... τὸν ποιοῦντα ἔκτρομον τὴν [γ]ῆν ἅπασ<αν>
TDA
271.26 (Hadrumeto III d.C.), cf.
PMag
.4.3076.