ἔκταμα, -ματος, τό
1 concr. pieza extendida
τὸ ἐκτείνεσθαι τὸν οὐρανὸν ὥσπερ τι ἔ. ἐν χερσὶ τεχνίτουcomo explicación de un texto bíbl., Ath.Al.M.27.436B.
2 abstr. extensión c. valor espacial
τὸ ἔ. τοῦ ἑνὸς τοίχου στάδιοι ιγCat.Gen.839, Iubil.y (p.88),
τὸ ἔ. ... τῆς παρειᾶς glosa a παρηίδων τ' ὄρεγμαSch.E.Ph.307, cf. Sch.Er.Il.19.267c, Sud.s.u. πῆχυς
•c. valor temp., Sch.Ar.Nu.2c.