ἔκπυστος, -ον
gener. en constr. pred.
1 de pers. descubierto
πρὶν ἐκπύστους (ἡμᾶς) γενέσθαιTh.3.30, cf. 4.70, 8.42, Charito 1.14.6, I.AI 18.111, Plu.2.324d, D.C.41.44.3.
2 de cosas conocido, desvelado, sacado a la luz
τὸ πρᾶγμα ἔκπυστον γίγνεταιAeschin.Ep.10.6,
πρὶν ἔκπυστα γενέσθαι Ῥωμαίοις τὰ βουλεύματαD.H.8.12,
ἐκπύστου τοῦ ἐπιβουλεύματος γενομένουI.AI 19.44, cf. Paus.5.21.17, Plu.Cam.3,
ἔκπυστα τοῖς πολλοῖς τὰ γεγραμμένα γενέσθαιPlu.Num.22, cf. Caes.64,
ὡς ἂν ... ἡ φήμη ἔκπυστα καὶ γνώριμα ποιῇ (τὰ ἐκ τῆς Ῥώμης)Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6, D.C.47.47.5, Men.Prot.21.49
•divulgado, hecho público, dado a conocer
τοὺς ἔκπυστα αὐτοῦ τὰ κρύφια ποιήσανταςEpicur.[1] 5, cf. Hsch.