ἔκπλυσις, -εως, ἡ


acción de lavar, lavado τῶν ἱματίων Cyr.Al.Dial.Trin.1.400c, ἐρίων Hsch.s.u. στρουθίον
en sent. fig. μολυσμάτων Gr.Naz.M.37.958A, ὕδατι περιρραίνων εἰς ἔκπλυσιν τῆς σαρκός Cyr.Al.M.69.1096A.