ἔκπληκτος, -η, -ον
I
ὑπὸ τῶν κυνῶν ἔκπληκτοιref. a liebres, X.Cyn.5.9,
ψυχήOrph.H.39.10,
ἔ. ... καὶ μανίης ἀνάμεστοςMan.4.81,
ἔκπληκτον ῥᾷστα γινόμενον καὶ ἀναπτοούμενονPoll.5.72,
ἔστη πρὸς τὴν κλίνην αὐτοῦ ὥσπερ ἔ. ..., μὴ δυνάμενος λαλῆσαι αὐτῷA.Thom.A 23.
2 sorprendente, asombroso
οὐδὲν ἁβρὸν οὐδ' αὖ πάνυ ἐς τὸ ἀδιάφορον ὑπερεκπῖπτον ὡς ἔκπληκτον εἶναιLuc.Herm.18,
ἔ. μυστήριονde la encarnación de Jesucristo, Epiph.Const.Haer.79.3.2.
3 terrorífico
πονηρὰ γὰρ βουλὴ καὶ ἔ.Herm.Vis.1.2.4,
πάθοςA.Paul.et Thecl.10.
II adv. -ως
1 temerariamente
οὐκ ἀβούλως οὐδὲ ἐ. ἐπὶ τὸν ἀγῶνα ἀφικνεῖταιAel.NA 3.22,
ψυχὴ ... τὸ καινοτομεῖν ἐ. ἀντὶ τοῦ ζῆν ... προέληταιun alma, temerariamente, elige innovar antes que salvarse Ast.Am.Hom.10.18.1.
2 maravillosamente, de modo asombroso
ὑπνώσει ἐ.Suppl.Mag.74.7,
ὁ γεννηθεὶς ... ἐκ τοῦ ἐ. γεννήσαντοςdel Espíritu Santo, Epiph.Const.Haer.76.28.7.