< ἐκνοέω
ἐκνομή >
ἔκνοια
,
-ας, ἡ
1
pérdida del sentido
ἔ. καὶ πνιγμός τις καὶ λειποψυχία
Arist.
Somn.Vig
.456
b
10, cf. 455
b
6, 457
b
25.
2
irreflexión
,
imprudencia
Aq.2
Re
.6.7.