< ἐκκοχυλίζειν·
ἐκκραγγάνω >
ἔκκοψις
,
-εως, ἡ
medic.
mutilación
,
amputación
κολόβωμά ἐστιν ἔ. μορίου κατά τι μέρος τοῦ σώματος
Gal.19.442.