ἔκθυμος, -ον


I 1enfadado, furioso ἔ. δὲ γενόμενος ὁ βασιλεύς LXX 2Ma.7.3, cf. 7.39.

2 ardiente, apasionado φίλων ὑπηρεσίαι Plu.Aem.12, ἱκετεία I.AI 19.25, τις ἐκθυμότατα συνηγορῶν Hld.10.14.5.

3 valeroso, brioso τειχομαχία App.BC 5.38, (Μυσοί) Philostr.Iun.Im.10.3
compar. y sup. neutr. como adv. ὥρμησαν ἐκθυμότερον τοῦ δέοντος Plb.1.17.9, ἐκθυμότατα τιμωρεῖσθαι D.S.11.6.4.

II adv. -ως

1 ardientemente, apasionadamente ἐρίζειν Luc.ITr.16, ἀγωνίζεσθαι D.H.2.54, πρὸς φιλο[σοφίαν] ἐ. ἔ[πειθον Diog.Oen.62.1.10
c. ἔχειν tener una actitud apasionada πρὸς τὰς ἐριστικὰς φιλονεικίας ἐ. ἔχοντες Gr.Nyss.Apoll.210.16
emocionadamente, de corazón ἀσπάζομαι ἐ. τὴν ὑμετέραν πατρικὴν διάθεσιν PMasp.64.12 (VI d.C.), Στ]ρατ[ον]είκην ... ἐ. κλαῦσε [φί]λος γαμέτης a Estratónica la lloró su esposo amado con todo su corazón, MAMA 5.App.R.28 (Frigia, imper.).

2 valientemente κινδυνεύειν Plb.18.22.4, cf. 2.67.7, τιμῶντι τὰ πάτρια Ph.2.586, cf. 1.567.