ἔκζεμα, -ματος, τό


medic. erupción cutánea, eczema Bacch. en Erot.36.1, Dsc.1.43.4, Vett.Val.272.10, ψώρα καὶ ἐκζέματα Anon.Med. en PSI 1180.41, ἐκζέματα τινα καὶ ἑλκώσεις Archig. en Aët.9.40, cf. 6.68, περὶ τὰ στόματα Gp.1.12.19; cf. ἔκζεσμα.