ἔκδῐκος, -ον
• Grafía: inscr. y pap. frec. graf. ἐγδ-
I
φρένεςA.Eu.489,
ἄνδρεςS.OC 920,
οὐδείς ποτ' ηὐτύχησεν ἔ. γεγώςE.Hel.1030,
οὐδὲν ἔκδικον παθώνE.Alc.714, cf. A.Pr.1093,
ἔκνομον τε καὶ ἔκδικον ... ἔργονAel.NA 4.7, cf. 16.5.
2 justiciero, vengador, que castiga o se venga del criminal, ref. a pers., dioses o abstr.
χρόνος [ἐδά]μασσε κρατερά τ' ἔκ[δικος] ... ἀνάγκηB.Fr.20A.19,
ἔχει θεὸς ἔκδικον ὄμμαBatr.(a) 97,
ἥξει τις τούτου χρόνος ἔκδικοςAP 12.35 (Diocl.),
ἔ. κύριος περὶ πάντων τούτων1Ep.Thess.4.6, cf. Ep.Rom.13.4,
ἔ. ἐκ μακάρων μῆνιςIG 22.3714.20 (III d.C.)
•vengador, que venga el crimen o a la persona agraviada
ἸουδαίωνI.BI 5.377, cf. AP 7.154,
χεῖρας ἐς θεοὺς ἐκδίκους σπονδῶν ἀνίσχοντεςtendiendo las manos a los dioses vengadores de los pactos (traicionados), App.BC 2.85,
τοῦ Περτίνακος φόνουHdn.2.14.3, cf. 7.4.5
•subst. ὁ ἔ. vengador
ἐναντίον ἐχθρῶν κατέλιπεν ἔκδικονLXX Si.30.6,
ἀπέθανον ἄν ... ἔτι νομίζων ἕξειν ἔκδικονhabría muerto, creyendo todavía que tendría un vengador Luc.Tyr.21,
αἱ Ἰβύκου ἔκδικοιref. a las grullas que presenciaron la muerte del poeta, Plu.2.509f.
II subst.
1 abogado, defensor público, de comunidades y ciudades, esp. defendiendo sus intereses en disputas territoriales o ante las autoridades romanas
κατασταθείς τε γὰρ αυτὸς ἔ. ὑπὸ τῆς συγγενείας κατὰ τῶν ἐπιβαλομένων ἐξιδιοῦσθαι τὴν ἱερὰν τοῦ Σινυρι χώρανISinuri 11.6 (heleníst.),
ἔ. [δὲ ὑπ]ὸ τοῦ δήμου κατασταθεὶς κατὰ τῶν φθειράντων τὰ ξενικὰ δικαστήριαIMylasa 134.3 (II/I a.C.), cf. 132.5 (heleníst.), cf. Michel 459.20 (Telmiso II a.C.), IG 9(2).301.11 (Trica II a.C.),
ecdici a Mylasinis Romam mitterenturCic.Fam.13.56.1, cf. Plin.Ep.10.110.1,
τὸν καθ' ἔτος ἔκδικον τοῦ κοινοῦ τῶν ἐπὶ τῆς Ἀσί[ας Ἑλ]λήνωνSardis 8.77 (I a.C.), cf. IPr.105.64 (I a.C.),
ἔ. δημοσίων πραγμάτωνMAMA 8.484.16 (Afrodisias I/II d.C.),
ἔ. τοῦ συνεδρίου ἡμῶνIEphesos 26.7 (II d.C.),
τῆς Δαυλιέων πόλεωςIG 9(1).61.7 (Dáulide II d.C.), cf. ICr.3.3.30.3.4 (Hierapitna II d.C.),
ἔ. τῆς κρατίστης Ἐφεσίων βουλῆςIEphesos 951.15 (II/III d.C.),
τῆς φιλοσεβ(άστου) Ἐφεσίων γερουσίαςIEphesos 892.22 (III d.C.), cf. IGBulg.3.885.3 (Filipópolis, imper.),
ἔ. διὰ βίου τῶν δικαίων [τῆς] ... Σιδ(ητῶν) γερ(ουσίας)Side 51.9 (imper.) en Robert, OMS 5.168,
γενόμενῳ δε καὶ ἐγδίκῳ ὑπὲρ τῆς πατρίδος περὶ τῆς τῶν ὅρων ἀποκαταστάσεωςCRIA 78.15 (Heraclea Salbace II d.C.), cf. IKios 3.4 (imper.), IPrusias 6.8 (III d.C.).
2 mandatario, representante legal de un particular en una causa judicial, gener. un pariente próximo, esp. representando a mujeres o personas ausentes
ἐμοῦ ... ἐκδίκου ὄντος ἀφ' οὗ ἐποήσατο συστατικ(οῦ)PMerton 104.11 (I a./d.C.) en BL 7.105,
(ὁμολογεῖ) οὐ δυναμένη προσκαρτερῆσαι τῷ κριτηρίῳ διὰ γυναικείαν ἀσθένειαν, συνεστακέναι αὐτὴν τὸν προγεγραμμένον υἱωνὸν ... ἔγδικον ἐπί τε πάσης ἐξουσίαςPOxy.261.14 (I d.C.),
δι' ἐκδίκου τοῦ ἀνδρὸςBGU 136.4 (II d.C.), cf. PCair.Isidor.62.3 (III d.C.),
συνόντος αὐτοῦ ... ἀδελφοῦ ὁμομητρίου καὶ ἐκδίκουBGU 361.15 (II d.C.),
οὐκ ἔξεστι γυνῇ χωρὶς ἐκδίκου δικάσασθαιPMich.507.4 (II/III d.C.),
ἔ. τῶν τέκνωνPStras.150.3 (III d.C.?).
3 defensor o tal vez juez cargo en asociaciones dionisíacas en Tracia y Mesia, quizá encargado de dirimir disputas IGBulg.12.401.4 (Apolonia, imper.), 3.1517.23 (Filipópolis III d.C.), ITomis 17.18, 125.14 (ambas II/III d.C.).
4 biz. defensor lat. defensor civitatis magistrado municipal con responsabilidades cambiantes desde el s. IV d.C. en el ámbito administrativo, judicial y fiscal, tb. llamado δηφήνσωρ y σύνδικος:
ἔ. Ὀξ(υρυγχίτου)POxy.3195.27, cf. PPanop.30.36, CPR 5.9.4, PMonac.78.1 (todos IV d.C.),
ἔ. πόλεως καὶ νομοῦ αὐτῆςSB 14638.2 (IV d.C.),
ἔ. χώραςPKell.G.21.2 (IV d.C.),
οἱ ἔκδικοι ἐπινοήθησαν ἐν ταῖς πόλεσιν πρὸς τὸ βοήθειαν ὀρέξαι τοῖς ἀδικουμένοιςPOxy.902.10, cf. PMich.794.3 (ambos V d.C.),
μαγιστριανὸς καὶ ἔ. τῆς αὐτῆς περιφανοῦς [μ]ητροπ(όλεως)Sardis 18.8, cf. Gerasa 275 (ambos V d.C.),
ἀπὸ ἐκδ[ίκωνex-defensor, IChr.M.68.2 (V/VI d.C.), cf. SB 12542.20 (VI d.C.),
σχολαστικὸς καὶ ἔ. τῆς Ἑρμοῦ πόλ(εω)ςBGU 1094.1 (VI d.C.),
οἱ τῶν πόλεων ἔκδικοιIust.Nou.15.3.1, cf. Cod.Iust.1.4.22 proem., PSorb.69.44.21 (VII d.C.), PApoll.46.5 (VIII d.C.).
5 crist. abogado, defensor privado, de la iglesia, lat. defensor ecclesiae (cf. ἐκκλησιέκδικος):
οἱ θεοφιλέστατοι τῶν ἐκκλησίων ἔκδικοι καὶ οἰκονόμοιIust.Nou.17.7, cf. 74.4.1,
συνεδρεύσαντες ἅμα τοῖς ἀποσταλεῖσι ἐκδίκοις παρὰ τοῦ ... ἐπισκόπουIo.Ant.Ep. (ACO 1.1.4, p.33.12),
ὁ ἔ. τῆς ἐκκλησίαςTheod.Lect.Epit.453, cf. IGChÉg.430 (biz.), PRainer Cent.159.6 (VI/VII d.C.).
III adv. -ως injustamente
op. δικαίωςSol.24.9,
ὅσοι παθόντες εὖ κακοῦσι μ' ἐ.A.Pr.976, cf. Th.607,
μὴ πλείω κακὰ πάθοιεν ἢ καὶ δρῶσιν ἐ. ἐμέS.Ant.928,
κακοὺς ... ἐ. τιμωμένουςE.Fr.293, cf. Alc.41.