ἔθισμα, -ματος, τό
1 costumbre, hábito
τὰ γὰρ μαθήματα καὶ τὰ ἀναγνωρίσματα ἐθίσματά ἐστινHp.Flat.14,
δίδαγμα καὶ ἔ. πρὸς ἵππον ἄριστονX.Eq.6.13, cf. Epicur.Fr.[34.23] 8.
2 costumbre, uso consuetudinario
ἐὰν ... νόμιμα ἢ καὶ ἐθίσματα ... μακροτέρους ποιῇ τοὺς νόμουςPl.Lg.793d.