ἔδω
• Morfología: [pres., ind. 3a pers. plu. ἔδοντι Theoc.5.128, inf. ἔδμεναι Il.5.203, Od.14.42, impf. ἔδεσκε Il.22.501; para las formas de fut. ἔδομαι y de perf. con y sin -κ- cf. ἐσθίω]
I comer de hombres y de dioses
ἡμέτεροι βασιλῆες ἔδουσί τε πίονα μῆλαIl.12.319,
(ὃς θνητός) ἔδοι Δημήτερος ἀκτήνIl.13.322,
(Ἀστυάναξ) μυελὸν οἶον ἔδεσκε καὶ οἰῶν πίονα δημόνIl.22.501,
ὄψαOd.3.480,
σύας σιάλουςOd.14.42,
νέκταρ τ' ἀμβροσίην τε, τά περ θεοὶ αὐτοὶ ἔδουσιHes.Th.640,
δούλιον ἄρτον ἔδωνHippon.194.8,
ἀρούρης καρπόνLuc.Rh.Pr.11, de anim.
μὴ κέρα ἶπες ἔδοιενno fuera que la carcoma hubiera roído el cuerno, Od.21.395,
ἵπποι χλωρὰν ψαλάκανθαν ἔδουσινEub.27,
κύτισόν τε καὶ αἴγιλον αἶγες ἔδοντιTheoc.l.c., de un pájaro
ἢν τοὺς καρποὺς ἀκρίδων ἔδηταιD.P.Au.1.22, abs.
εἰωθότες ἔδμεναι ἅδηνde caballos Il.5.203, cf. Hsch.
II fig.
1 comerse, dilapidar, aprovecharse c. ac. de cualquier tipo de bienes
ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσινotros se comen nuestro esfuerzo sin retribución, Od.14.417,
μή οἱ χρήματ' ... ἔδωμενOd.16.389,
τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδειςOd.16.431,
κτήματ' ἔδονOd.23.9.
2 consumir, corroer c. ac. del lugar donde se sitúan los sentimientos o las funciones intelectuales
τέο μέχρις ... σὴν ἔδεαι κραδίηνIl.24.129,
καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντεςOd.9.75, de Odiseo
θυμὸν ἔδωνOd.10.379, A.R.1.1289, c. refl.
ἔδω δ' ἐμαυτὸν † ὡς πουλύπουςAlc.Com.30.
• Etimología: Pres. tem. secundario rel. het. edmi, ai. ádmi, lat. edo, etc. < *H1ed-.