ἔδεσμα, -ματος, τό
• Grafía: graf. αἴδ- Tit.Bost.Man.M.18.1153C
comida, alimento
τὰ ἐδέσματα τὰ ἰώμενά ἐστι καὶ τὰ βλάπτονταHp.Morb.Sacr.1.23, cf. 1.12,
κοῦφον ... ἔ.Hp.Aff.52, cf. Int.31, Isoc.8.109, X.Hier.1.23, Antiph.27.10,
πῶμα ἔδεσμα τεPl.Ti.73a,
ἡ ... ἐδεσμάτων ἐπιθυμίαPl.R.559b,
ἀπέλαυσα πολλῶν καὶ καλῶν ἐδεσμάτωνAntiph.82.1, cf. Theopomp.Hist.22, Batr.(a) 31, Arist.HA 522a4,
ὅμοιοι γὰρ οἱ ἄνθρωποι τοῖς οἴνοις καὶ ἐδέσμασινArist.EE 1238a23,
πῖον ἔ.Call.Dian.148, cf. Archestr.SHell.169.5, Polem.Hist.83, Plb.38.5.7, Plu.Tim.6, Luc.Vit.Auct.19,
ἡσθεῖσα τῷ ἐδέσματιI.AI 1.43,
(ἰατρική) προσφέρει τόδε τὸ βοήθημα ἢ τὸ ἔ.Anon.Prol.27.59, cf. Herm.Mand.5.2.2, Vett.Val.331.22, Orac.Sib.5.469,
βαπτίζετε ὑμῶν τὰ ἐδέσματαManes 81.1,
λυπροῖς αἰδέσμασι διαιτώμενοιTit.Bost.l.c.