ἔγχυμος, -ον
I
σάρξPl.Ti.74d, cf. Thphr.CP 5.4.3.
2 empapado c. dat.
(ὀθόνια) ἔγχυμα χυμῷHp.Off.11.
II que tiene χυμός como sede de sensaciones
ξύλα ὀσμώδη, ἔγχυμα γάρArist.Sens.443a16, cf. 442b29.
σάρξPl.Ti.74d, cf. Thphr.CP 5.4.3.
(ὀθόνια) ἔγχυμα χυμῷHp.Off.11.
ξύλα ὀσμώδη, ἔγχυμα γάρArist.Sens.443a16, cf. 442b29.