< ἐγκαυχάομαι
ἔγκεαρ· >
ἔγκᾰφος
,
-εος, τό
bocado de comida
, fig.
pizca
οὐ γὰρ λέλειπται τῶν ἐμῶν οὐδ' ἔ.
Eup.360.