< ἐγκλύζω
ἐγκλυστέον >
ἔγκλυσμα
,
-ματος, τό
enema
,
lavativa
Dsc.4.3, Orib.50.2,
θεραπεύειν αὐτὸ ἐγκλύσμασι καὶ φλεβοτομίαις
Hippiatr
.98.2.