ἔγκιρρος, -ον
flavo, anaranjado, amarillento
(κασσία)Dsc.1.13, cf. Orib.11.κ.7, α.16,
ἔχον ἔγκιρρον τὴν πελιδνότητα del χάλκανθοςSch.Nic.Th.257b.
(κασσία)Dsc.1.13, cf. Orib.11.κ.7, α.16,
ἔχον ἔγκιρρον τὴν πελιδνότητα del χάλκανθοςSch.Nic.Th.257b.