< ἐγκίλλαφον
ἐγκινδυνεύω >
ἔγκιλλος
,
-ου, ὁ
1
rabo
Hsch.
2
ἔγκιλλον· λέγεται καὶ ὁ Κιλίκιος ὄλεθρος
Hsch., cf. ἐγκιλικίζω.