< Ἐγερία
ἐγέρρω >
ἔγερμα
,
-ματος, τό
acción de despertarse
,
levantarse
fig.
τὸ πτῶμα (τοῦ Παύλου), οἰκουμένης ἔ.
Procl.CP
Or
.M.63.820B.