ἔγγραυλις, -εως, ἡ
ict. anchoa
ἐγγραύλεις, οἱ δὲ ἐγκρασιχόλους καλοῦσιν αὐτάςAel.NA 8.18, cf. Opp.H.4.470, Sch.Opp.H.1.767, Gp.20.24.2.
ἐγγραύλεις, οἱ δὲ ἐγκρασιχόλους καλοῦσιν αὐτάςAel.NA 8.18, cf. Opp.H.4.470, Sch.Opp.H.1.767, Gp.20.24.2.