< ἐγγλαύκεσις
ἐγγλαυκόω >
ἔγγλαυκος
,
-ον
azulado
ἡ πρόσοψις (τοῦ ἀέρος)
D.S.1.12, cf. Eus.
PE
3.3.8, Lyd.
Mens
.4.22, Eust.124.16.