ἔγγαμος, -ον
1 casado
op. παρθένοςGr.Nyss.Res.249.20, Cyr.H.Catech.17.7, Epiph.Const.Haer.67.2.6.
2 subst. ὁ ἔ. matrimonio
ἡ ἐγγάμων καὶ παιδοποιίας διαδοχήDidym.in Zach.1.234.
op. παρθένοςGr.Nyss.Res.249.20, Cyr.H.Catech.17.7, Epiph.Const.Haer.67.2.6.
ἡ ἐγγάμων καὶ παιδοποιίας διαδοχήDidym.in Zach.1.234.