< Ἐβορεύς
Ἐβουρόδουνον >
ἔβουλον
,
-ου, τό
lat.
ebulum
,
saúco enano
,
Sambucus ebulus
ἐβούλου, ἣν Ἕλληνες χαμαιάκτην ὀνομάζουσιν
Hippiatr
.33.22.