ἑξᾶς, -ᾶντος, ὁ
numism. sextante equiv. a la sexta parte de la libra itálica
ὡς οἱ Σικελιῶται τοὺς μὲν δύο χαλκοῦς ἑξᾶντα καλοῦσιArist.Fr.510, cf. Hsch.; cf. διζάς.
ὡς οἱ Σικελιῶται τοὺς μὲν δύο χαλκοῦς ἑξᾶντα καλοῦσιArist.Fr.510, cf. Hsch.; cf. διζάς.