< ἐξαλμυρόομαι
ἐξαλογόομαι >
ἑξάλοβος
,
-ον
que consta de seis lóbulos
ἧπαρ
Ar.Byz.
Epit
.2.168,
πνεύμων
Ar.Byz.
Epit
.2.378.