< Ἐξάδιος
ἑξαδραχμία >
ἑξάδοχος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
que tiene seis medidas
de un recipiente
πρόπειε (l. πρόπιε) ... ἄκρατο[ν χύτρ]ας ἑξαδόχου
GDRK
50.17.