< ἐξάγιστος
ἐξαγκυλόομαι >
ἑξάγκαλος
,
-ον
que tiene seis brazadas
o
gavillas
ξύλων παπυρικῶν ... ἑξάνκαλα φορτία
SB
14375.9, cf.
BGU
1121.18 (ambos I a.C.).