< ἐξᾴσσω
ἑξάστεγος >
ἑξαστάδιος
,
-ον
metrol.
que mide seis estadios
ἑξαστάδιον χῶμα ἐπὶ τῇ ἐντὸς ὀφρύϊ τῆς τάφρου
Str.5.3.7, cf. 6.1.5, 14.3.8.