ἑξαπλασιάζω
mat. multiplicar por seis
τὰς δύο ... ὑποθέσεις ἑξαπλασιάσομενProcl.in Prm.1001, cf. in Ti.2.176.4,
ἑξαπλασιάσαντες τοὺς ἑκάστου μῆνας ἕξομεν τὰς ἑκάστου ἡμέραςVett.Val.364.26, en v. pas., Vett.Val.364.25, Theol.Ar.48, EM 595.15G.