< ἑξακισμυριοτετρακισχιλιοστός
ἑξακισχιλιαστός >
ἑξακισχιλιάς
,
-άδος, ἡ
seis millares
προστιθεμένης τῆς ἐν ἑξακισχιλιάδι μονάδος
Lyd.
Mens
.2.6.