< ἑξαδραχμία
ἑξάδραχμος >
ἑξαδραχμιαῖος
,
-α, -ον
• Grafía:
graf. -μειαι-
consistente en seis dracmas
fem. subst. ἡ ἑξαδραχμιαία
impuesto
o
tasa de seis dracmas
sobre los asnos
OBodl
.1078.5, 9 (II d.C.), cf. ἑκταδραχμαῖος.