ἑξαδικός, -ή, -όν


mat. cuya esencia es la ἑξάς o héxada, séxtuple ἡ τοῦ δημιουργήσαντος θεοῦ ἀρετὴ ἑ. ... ἐνομίσθη Anatolius en Theol.Ar.38, cf. 34, Dam.in Prm.264.