ἑνάενος, -ον
de un año de edad o de vida
πρὸς ἔκφυσιν ... ἄριστα δοκεῖ τὰ ἑνάενα (σπέρματα)Thphr.HP 8.11.5, de pers., Wilcken Chr.61.163, 171 (I d.C.).
πρὸς ἔκφυσιν ... ἄριστα δοκεῖ τὰ ἑνάενα (σπέρματα)Thphr.HP 8.11.5, de pers., Wilcken Chr.61.163, 171 (I d.C.).