ἑνοποιέω
combinar en uno, hacer de varias cosas una sola, unificar de abstr. y cosas, fil.
τί ποτ' ἐστὶ τὸ ἑνοποιοῦν αὐτά (πάντα τὰ στοιχεῖα)Arist.de An.410b11,
πέφυκε δὲ τὸ μὲν ἓν καὶ ἡ μονὰς ὁρίζειν ... καὶ ὅλως ἑνοποιεῖνIambl.in Nic.78, cf. Dam.in Prm.391, en v. pas., Procl.in Prm.703
•sent. fís.
θεὸς ἐν κόσμῳ ... τὰ θρυπτόμενα ἑνοποιεῖHeraclit.Ep.6,
ὕδωρ ... ἑνοποιεῖ τὰ διῃρημέναAlex.Trall.2.239.8, en v. pas.
γίνεται σχῆμα νεὼς καὶ κλίμακος ἑνοποιούμενονAndreas 1, cf. Plb.8.4.11
•gram.
ὠνόμασται δὲ σύνδεσμος ἀπὸ τοῦ ... ἑνοποιεῖν τοὺς ... ἀσυνδέτους λόγουςTheodos.Gr.Sp.87.12
•crist., de pers. y grupos, c. constr. de lugar, fig. o c. dat. unir, reunir
τὰ ... γένη ἑνοποιεῖν εἰς πίστινreunir los pueblos en la fe Clem.Al.Ex.Thdot.1, cf. Dion.Ar.EH 116.17, Seuerian.Rom.Heb.p.320.23,
ἑαυτὸν ἑνοποιεῖ τῷ θείῳ χορῷse hace uno con el coro divino Clem.Al.Strom.7.7.49, en v. pas. Dion.Ar.EH 88.16.