< ἐνοδύνως
ἑνοειδής >
ἑνοείδεια
,
-ας, ἡ
unidad
,
cohesión
γέγονέ τε τῷ λόγῳ σύνδεσμος καὶ ἑ.
Steph.
in Rh
.318.27.