ἑνικός, -ή, -όν
I
Περὶ τῶν ἑνικῶν καὶ πληθυντικῶν ἐκφορῶνtít. de una obra de Crisipo, Chrysipp.Stoic.2.6.8, cf. A.D.Pron.12.11,
ἀριθμοὶ τρεῖς· ἑ., δυϊκός, πληθυντικόςD.T.635.30,
εὐθεῖα καὶ ἑνικὴ πτῶσιςD.T.632.10,
σύνταξιςA.D.Synt.85.23,
χαρακτῆρεςD.T.635.32,
τὰ ἐκ τῶν πληθυντικῶν εἰς τὰ ἑνικὰ ἐπισυναγόμεναlas reducciones de plurales en singulares Longin.24.1,
ὄνομαSch.Aeschin.3.229.
2 en fil. neoplatónica que es parte del uno o cercano a la unidad, unitario, unificado frec. compar., sup.
τὰ γὰρ ἑνικώτερα ... τῇ δυνάμει τὸ ἄπειρον ἔχειProcl.in Prm.752,
πῶς ... ἀπὸ τῶν συνθέτων ἐπὶ τὰ ἁπλᾶ καὶ θεῖα καὶ ἑνικώτατα τῶν πάντων μεταφέρομεν τοὺς ... κανόναςProcl.in Prm.1106,
τὰ ἑνικώτατα ... νοῦν ἔχει καὶ φρόνησινProcl.in Alc.255, del propio Uno, Plot.6.9.6.
II adv. -ῶς gram. en singular op.
πληθυντικῶς‘en plural’, D.H.Comp.6.6, cf. A.D.Synt.258.24,
ἓν γάρ ἐστι καὶ οὐ πολλά, διὸ καὶ ἑ. καλεῖται ἕνTheo Sm.21, cf. Plot.2.4.13.