< ἑνδεκάκλῑνος
ἑνδεκάκωλος >
ἑνδεκακρούμᾰτος
,
-ον
mús.
de once tañidos
o
tonos
ref. a la cítara
de once cuerdas
μέτροις ῥυθμοῖς τ' ἑνδεκακρουμάτοις κίθαριν ἐξανατέλλει
Tim.15.230.