< ἑλικογραφέω
ἑλικοειδής >
ἑλῐκοδρόμος
,
-ον
1
que describe un círculo
τόρνῳ γραφόμενος περιφορὰν ἑλικοδρόμον
E.
Ba
.1067.
2
que se mueve en órbita circular
de la Luna
, Max.61, Man.4.146, Orph.
H
.9.10.