< ἑλῐκοβλέφᾰρος
ἑλικογλέφαρος >
ἑλῐκοβόστρῠχος
,
-ον
de rizados bucles
μήτε Μούσας ἀνακαλεῖν ἑλικοβοστρύχους
Ar.
Fr
.348.