< ἑλμινθιάω
ἑλμίνθιος >
ἑλμίνθιον
,
-ου, τό
lombriz intestinal
Hp.
Epid
.4.16,
ἐν ἐνίαις τῶν ἐγχελύων ἑλμίνθια ἐγγίνεται
Arist.
HA
570
a
14.